- ἐμβρυοθλάστης
- ἐμβρυοθλάστηςinstrument to extract a foetusmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εμβρυοθλάστης — ο (Α ἐμβρυοθλάστης) ο εμβρυοτόμος … Dictionary of Greek
ἐμβρυοθλάστην — ἐμβρυοθλάστης instrument to extract a foetus masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμβρυοθλάστῃ — ἐμβρυοθλάστης instrument to extract a foetus masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θλάστης — θλάστης, ὁ (Α) [θλω] 1. αυτός που συντρίβει 2. ιατρ. το χειρουργικό εργαλείο εμβρυοθλάστης … Dictionary of Greek